- ἐναύλισμα
- ἐναύλ-ισμα, ατος, τό,A dwelling-place, abode, Artem.4.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐναύλισμα — dwelling place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναύλισμα — το (AM ἐναύλισμα) κατοικία, διαμονή, κατασκήνωση, καταυλισμός, τόπος καταυλισμού, διανυκτέρευση, στάθμευση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ γενόμενόν τι οἴκημα» … Dictionary of Greek
ἐναυλίσματα — ἐναύλισμα dwelling place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναυλίσματος — ἐναύλισμα dwelling place neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)